ὅρριον

ὅρριον
ὅρριον
granary
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όρριον — (I) ὄρριον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανον». (II) ὅρριον, τὸ (Α) 1. δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη διαφόρων εμπορευμάτων και ιδίως σιτηρών 2. (κατ επέκτ.) δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών 3. πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ὁρρίοις — ὅρριον granary neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορρείον — ὁρρεῑον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῑον και ὡρρεῑον, τὸ (ΑΜ) αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδη μσν. κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”